- επιβαρώ
- ἐπιβαρῶ, -έω (AM)1. βαραίνω κάποιον, πιέζω με το βάρος μου κάποιον ή κάτι2. τοποθετώ βάρος πάνω σε κάποιον, πιέζω κάποιοναρχ.πιέζω, ενοχλώ κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιβαρῶ — ἐπιβαρέω weigh down pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπιβαρέω weigh down pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)